- μακρινάρι
- τό1) «кишка» (о чём-л. узком и длинном — о длинном здании, коридоре, полоске земли и т. п.); 2) растянутая, длинная фраза
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μακρινάρι — το καθετί αρκετά μακρύ: Μας διάβασε ένα μακρινάρι για τους κανόνες καλής συμπεριφοράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακρινάρι — και μακρυνάρι, το 1. κάθε πράγμα που έχει μεγάλο μήκος και μικρό πλάτος 2. μακρύς διάδρομος 3. οικοδόμημα που έχει δυσανάλογο μήκος σε σχέση με το πλάτος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μακρινάριον, ουσιαστικοποιημένο τ. τού ουδ. τού αμάρτυρου επιθ.… … Dictionary of Greek
μοσχινάρι — και μοσκινάρι και μοσκινάριν, τὸ (Μ) 1. μοσχάρι 2. συνεκδ. νεογνό ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού αμάρτυρου *μοσχινάριος < μόσχινος (πρβλ. μακρινάρι < *μακρινάριος < μακρινός)] … Dictionary of Greek
σεντόνι — το / σινδόνιον, ΝΜΑ, και σιντόνι Ν, και σινδώνιον Α νεοελλ. 1. λεπτό, λευκό ή χρωματιστό ύφασμα μεγάλων διαστάσεων που τοποθετείται πάνω στο στρώμα και κάτω από το κλινοσκέπασμα 2. μτφ. α) μακροσκελές και ανιαρό άρθρο, σχόλιο ή άλλο… … Dictionary of Greek